πρωθυπουργεύω

πρωθυπουργεύω
αμετ. временно исполнять обязанности премьер-министра; временно замещать премьер-министра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρωθυπουργεύω" в других словарях:

  • πρωθυπουργεύω — Ν εκτελώ καθήκοντα πρωθυπουργού, αναπληρώνω τον πρωθυπουργό όταν απουσιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • πρωθυπουργώ — έω, Ν 1. είμαι πρωθυπουργός 2. εκτελώ καθήκοντα πρωθυπουργού, πρωθυπουργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»